- έπομαι
- 1. έρχομαι κατόπι, ακολουθώ.2. στο γ' πρόσωπο εν., έπεται προκύπτει, βγαίνει ως συμπέρασμα: Από αυτό έπεται ότι θα έχουμε εκλογές.3. η μτχ., επόμενος, επόμενη και επομένη, -ο επίρρ. επομένως ως επίθ., α. που έρχεται κατόπι, που ακολουθεί, ύστερος, κατοπινός. β. το θηλ. ως ουσ., επομένη και επόμενη η κατοπινή ημέρα, η άλλη ημέρα: Την επομένη αναχωρήσαμε. γ. το ουδ. ως ουσ., επόμενο η κύρια πρόταση των υποθετικών λόγων, η απόδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.